- κούτσα
- η1. η ιδιότητα του κουτσού, κουτσαμάρα.2. το «κούτσα κούτσα», ως επίρρ., αργά, κουτσαίνοντας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
κουτσά — επίρρ. βλ. κουτσός … Dictionary of Greek
κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek
κουτσογραμματισμένος — η, ο αυτός που ξέρει λίγα γράμματα, που έχει ανεπαρκείς γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + γραμματισμένος] … Dictionary of Greek
κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] … Dictionary of Greek
κουτσοπίνω — (σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + πίνω] … Dictionary of Greek
κουτσούνα — η 1. κούκλα 2. μικρό καρβέλι ψωμιού 3. ο καρπός τού καλαμποκιού 4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»] … Dictionary of Greek